- ὀμφαλόεσσαν
- ὀμφαλόειςhaving a navelfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομφαλόεις — ὀμφαλόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει ομφαλό, δηλ. ομφαλοειδή προεξοχή ή στρογγυλό κόσμημα, ο ομφαλωτός («ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «οἰμωγάς ᾄδων, καὶ ταύτας ὀμφαλοέσσας» αστεϊσμός τού Αριστοφ. κατά κωμική μεταφορά από το «ἀσπίδας … Dictionary of Greek